προστόμιον

προστόμιον
προστόμιον
mouth
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προστομίων — προστόμιον mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστομιαίο — το / προστομιαῑον, ΝΑ [προστόμιον] νεοελλ. αρχιτ. το τοξοειδές τμήμα μιας θολωτής αρχιτεκτονικής κατασκευής το οποίο δημιουργείται με θολολίθους τραπεζοειδούς σχήματος ή με οπλισμένο σκυρόδεμα αρχ. το μετά την βόρεια στοά τού Ερεχθείου πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • προστόμιο — το / προστόμιον, ΝΑ νεοελλ. 1. ανατ. η σχισμοειδής κοιλότητα ανάμεσα στα χείλη και στις παρειές προς τα έξω, και στους οδοντικούς φραγμούς και στις φατνιακές αποφύσεις προς το εσωτερικό τού στόματος 2. ζωολ. το ακραίο πρόσθιο τμήμα τού σώματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”